ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

446 results
Greek Term English Term
φυσική προσσέγγιση (η) natural approach
φυσική τάξη (η) natural class
φυσικό γένος (το) natural gender
φυσικό είδος (το) natural kind
φυσική σημασία (η) natural meaning
φυσική φωνολογία (η) natural phonology
φυσική σημασιολογική μεταγλώσσα (η) natural semantic metalanguage
φυσική σειριακότητα (η) natural serialization
φυσικό σημείο (to) natural sign
φυσικό μέσο (το) physical medium