ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υπόθεση της κρίσιμης περιόδου (η) critical period hypothesis
υπόθεση της κρίσιμης ηλικίας critical-age hypothesis
υποχρεωτική (έγκλιση) (η) debitive
υπόθεση του βάθους (η) deep hypothesis
υπόθεση της υστέρησης (η) deficit hypothesis
υπόθεση της ανεπάρκειας (η) deficit hypothesis
Υπόθεση της υστέρησης (η), υπόθεση της ανεπάρκειας (η) deficit hypothesis
ύφος ορισμού (το) defining style
ύφος ορισμού (το) definition style
υποβάθμιση (η) demotion