ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υβριστικό λεξιλόγιο swearing vocabulary
υπόθεση της διδαξιμότητας teachability hypothesis
υπεύθυνος ορολογίας (ο) terminologist
υπόθεση της τροχαϊκής προδιάθεσης (η) trochaic bias hypothesis
υπερφίλτρο (το) ultrafilter
υποεπέκταση (η) underextension
Υποεπέκταση (η), Υποέκταση (η) underextension
υποκείμενος-η-ο underlying
υποκείμενος τύπος (ο) underlying form
υ­πο­κεί­με­νος τύ­πος (ο) underlying form