ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υψιπερατό φίλτρο high-passfilter
υψιπέδωση (η) plateauing
υψίπεδο (το) plateau
υψηλός,-ή,-ό high
υψηλός τόνος (ο) high accent
υψηλό-μέσο (το) (φωνήεν) high-mid
υψηλό χαρακτηριστικό (το) high feature
υψηλό φωνήεν (το) high vowel
υψηλή ποικιλία (η) high variety
υψηλή πιστότητα (η) high fidelity