ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υπορρινικός-ή-ό hyponasal
υπορρινικότητα (η) hyponasality
υπόρρητος,-η,-ο implicit
Υπόρρητο όρισμα (το) Implicit argument
υπορρητη δήλωση ή άρνηση (η) implicit assertion or denial
υπόρρητες δομές κλειστής τάξης (οι) implicit closed class forms
υπόρρητος ορισμός (o) implicit definition
υπόρρητη παραγωγή (η) implicit derivation
υπόρρητο επιτελεστικό (το) implicit perfomative
υποπρόταση sentence