ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υποθετικός,-ή,-ό modal
υποθετικός,-ή,-ό presumptive
υποκατάσταση φθόγγου (η) sound substitution
υποκαταστασιμότητα (η) substitutability
υποκαταστάσιμος-η-ο substitutable
υποκαθιστώ substitute
υποκατάσταση (η) substitution
υποκατάσταση (η) suppletion
υποκατάσταση (η) suppletivism
υποκαθορισμένη γραμματική underspecified grammar