ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

424 results
Greek Term English Term
υπερωικοποίηση φωνήεντος (η) backing
υπερωικό σύμφωνο velar consonant
υπερωικός μηχανισμός ρεύματος αέρα velaric airstream mechanism
υπερωικοποίηση (η) velarisation
υπερωικοποιημένος,-η,-ο velarised
υπερωικοποίηση (η) velarization
υπερωικοποιώ velarize
υπερωικοποιημένος velarized
υπερωική φραγή / υπερωικός φραγμός (o) velic closure
υπερωικό άνοιγμα (το) velic opening