ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| υβρίδιο (το) | hybrid |
| Υβρίδιο (το) , υβριδικός-ή-ό | Hybrid |
| υβριδική γλώσσα (η) | hybrid language |
| υβριδικός επισημειωτής (ο) | hybrid tagger |
| υβριδική λέξη (η) | hybrid word |
| υπερρινικός-ή-ό | hypernasal |
| υβριστική λέξη (η), βρισιά (η) | swear word |
| υβριστικό λεξιλόγιο | swearing vocabulary |
| υποκείμενος τύπος (ο) | underlying form |
| υποκείμενη διαδοχή στοιχείων (η) | underlying string |