ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τίτλος (ο) | title |
Τίταν | Titan |
Τιγκρινιακή (η) (γλώσσα) | Tigrinya |
Τίγκρε (η) (γλώσσα) | Tigre |
Τιγκρινιακή (η) (γλώσσα) | TI |
τρισθενές ρήμα | three-place verb |
τριθέσια αντίστροφα αντώνυμα | three-place opposites |
τριτότητα | thirdness |
τρίτο πρόσωπο (το) | third person |
Ταϋλανδέζικα | Thai |