ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
Τυπικός-ή-ό2, συνηθισμένος-η-ο, Ρουτίνα (η) routine
Τυπικός-ή-ό, επίσημος-η-ο formal
τυπικός-ή-ό typed
τυπικός συμφυρμός (ο) formal blend
τυπικός ρόλος (o) formal role
τυπικός βαθμός σε κλίμακα εννέα επιπέδων (ο) standard nine
τυπικός βαθμός σε κλίμακα εννέα επιπέδων (ο) stanine
τυπικός βαθμός (ο) standard score
τυπικό χαρακτηριστικό typical feature
τυπικό σχόλιο (το) formal comment