ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τροποποιητής βαθμού (ο) | degree modifier |
τρόπος (γλωσσικής κατάκτησης) Γκεστάλτ (ο) | gestalt style (of language acquisition) |
τρόπος (γνωσιακή κατηγορία) (ο) | manner |
τρόπος άρθρωσης (ο) | manner of articulation |
τρόπος (modality) (ο) | mode |
τρόπος άρθρωσης (ο) | mode of articulation |
τροποποιητής (ο) | modifier |
τροποποιώ | modify |
τρόπος (ο) | mood |
τροποποιητής πριν από την κεφαλή (ο) | prehead modifiers |