ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Τριτεύων δυναμικός τόνος (ο) | tertiary stress |
Τριτεύων δυναμικός τόνος (ο) | tertiary stress |
τρίτο πρόσωπο (το) | third person |
τρισθενές ρήμα | three-place verb |
τρισθενής κατηγορία | triad |
τρισυλλαβικός,-ή,-ό | trisyllabic |
τρισυλλαβική χαλαροποίηση (η) | trisyllabic laxing |
Τρισύλλαβος-η-ο | trisyllable |
τρισθενής -ής -ές | trivalent |
τρισθενής κατηγορία | trivalent category |