ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
Τριτεύων δυναμικός τόνος (ο) tertiary stress
Τριτεύων δυναμικός τόνος (ο) tertiary stress
τρίτο πρόσωπο (το) third person
τρισθενές ρήμα three-place verb
τρισθενής κατηγορία triad
τρισυλλαβικός,-ή,-ό trisyllabic
τρισυλλαβική χαλαροποίηση (η) trisyllabic laxing
Τρισύλλαβος-η-ο trisyllable
τρισθενής -ής -ές trivalent
τρισθενής κατηγορία trivalent category