ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
τεμάχιο διακύμανσης | contour segment |
τεμάχιο-φάντασμα (το) | ghost segment |
τεμάχιο (το) | segment |
τεμαχίζω | segment |
Τεμάχιο (το), Τεμαχίζω | segment |
τεμαχιακός-ή-ό | segmental |
τεμαχιακός,-ή,-ό | segmental |
τεμαχιακό χαρακτηριστικό (το) | segmental feature |
τεμαχιακός άξονας (o) | segmental tier |
Τεμαχιακός άξονας (ο), τεμαχιακό επίπεδο (το) | segmental tier |