ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

720 results
Greek Term English Term
τεμάχιο διακύμανσης contour segment
τεμάχιο-φάντασμα (το) ghost segment
τεμάχιο (το) segment
τεμαχίζω segment
Τεμάχιο (το), Τεμαχίζω segment
τεμαχιακός-ή-ό segmental
τεμαχιακός,-ή,-ό segmental
τεμαχιακό χαρακτηριστικό (το) segmental feature
τεμαχιακός άξονας (o) segmental tier
Τεμαχιακός άξονας (ο), τεμαχιακό επίπεδο (το) segmental tier