ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σώμα (το) body
σώμα γραπτών κειμένων text corpus
σώμα Ελέγχου Εναέριας Κυκλοφορίας (ATC) (το) Air Traffic Control (ATC) Corpus
σώμα κειμένου corpus
σώμα κειμένων text corpus
Σώμα κειμένων (το), Κόρπους (corpus) (το) corpus (pl.corpora)
σώμα κειμένων υπολογιστή (το) computer corpus
σώμα προφορικών κειμένων spoken corpus
σώμα της γλώσσας tongue body
σώμα της γλώσσας (το) body of the tongue