ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συμφωνώ agree
συν-γραμματική (η) co-grammar
σύμφωνο (το) consonant
Σύμφωνο (το) consonant (C)
συμφωνικοί φώνοι (οι) consonant phones
συμφωνικό σύστημα (το) consonant system
συμφωνικός,-ή,-ό consonantal
συμφωνικό χαρακτηριστικό consonantal feature
συμφωνοειδές (το) contoid
Συν-κείμενο (το) co-text