ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σύμφυση (η) adhesion
συμφυρμός (ο) blend
Συμφυρμός (ο) blend
σύμφυρση (η) blending
Σύμφυρση (η) blending
συμφυματοποίηση (η) coalescence
Σύμφυση (η) coalescence
σύμφυση (η) coalescence
συμφυρμός συνθετικός compound-like blend
συμφυρμός ενθηματοποιημένος (ο) infixed blend