ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συμφραστικότητα (η) | collocability |
συμφρασιμότητα (η) | collocability |
συμφραστικότητα (η) | collocability / collocational range |
συμφραστική ανάλυση (η) | collocation analysis |
συμφραστικός,-ή,-ό | collocational |
συμφραστική εμβέλεια (η) | collocational range |
συμφραστικός περιορισμός (ο) | collocational restriction |
συμφραστικός πίνακας λέξεων | concordance |
σύμφυμα | confixe |
συμφραστικά ελεύθερος κανόνας | context-sensitive rule |