ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύμπτυξη (κανόνων) (η) | collapse |
συμπτύσσω | collapse |
Σύμπτυξη (η), συμπτύσσω | collapse |
σύμπτυξη λέξεων (η) | collapse of words |
σύμπτωση (η) | congruence |
Σύμπτωση (η) | congruence |
σύμπτωση επιπέδων (η) | congruence of levels |
συμπτωματικές ομοιότητες γλωσσών | congruent similarities of languages |
σύμπτυξη (η), συμφυρμός (ο) | telescoping |
συμπύκννωση κειμένου (η) | text condensation |