ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σύμπτυξη (κανόνων) (η) collapse
συμπτύσσω collapse
Σύμπτυξη (η), συμπτύσσω collapse
σύμπτυξη λέξεων (η) collapse of words
σύμπτωση (η) congruence
Σύμπτωση (η) congruence
σύμπτωση επιπέδων (η) congruence of levels
συμπτωματικές ομοιότητες γλωσσών congruent similarities of languages
σύμπτυξη (η), συμφυρμός (ο) telescoping
συμπύκννωση κειμένου (η) text condensation