ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συμπληρωματικότητα σημασίας (η) accidents
σύμπτυξη (η) collapsing
συμπληρωματικότητα complementarity
συμπληρωματικός-ή-ό complementary
συμπληρωματικός όρος (o) complementary term
συμπλήρωση (η) complementation
σύμπλοκος όρος complex term
συμπονετικός-ή-ό sympathetic
Συμπόνοια (η) sympathy
συμπρακτικό πεδίο της γλώσσας (το) sympractical field of language