ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συμπληρωματικότητα σημασίας (η) | accidents |
| σύμπτυξη (η) | collapsing |
| συμπληρωματικότητα | complementarity |
| συμπληρωματικός-ή-ό | complementary |
| συμπληρωματικός όρος (o) | complementary term |
| συμπλήρωση (η) | complementation |
| σύμπλοκος όρος | complex term |
| συμπονετικός-ή-ό | sympathetic |
| Συμπόνοια (η) | sympathy |
| συμπρακτικό πεδίο της γλώσσας (το) | sympractical field of language |