ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συμπληρωματικός κόμβος (ο) comp node
συμπληρωματική πρόταση complement clause
συμπληρωματικός κανόνας complementarity of meaning
συμπληρωματική κατανομή complementary distribution
συμπληρωματικό ζεύγος complementary pair
συμπληρωματικοί κανόνες complementary rules
συμπληρωματικός δείκτης (ο) complementizer (comp, COMP, C)
συμπληρωματική πρόταση supplementary clause
συμπληρωματική κατανομή supplementary rule
συμπληρωματική πηγή (η) supplementary source