ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σύμπλεγμα (το) | cluster |
συμπλεκτικός | complement |
συμπλήρωμα (το) | complement |
Συμπλήρωμα (το) | complement (comp) |
συμπιεσμένη μορφή | compressed form |
συμπίπτων-ουσα-ον | congruent |
σύμπλεγμα χαρακτηριστικών (το) | feature complex |
συμπλήρωμα (το) | padding |
συμπλήρωμα (το), παράρτημα (το) | supplement |
συμπίεση κειμένου (η) | text compression |