ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συμπεριφορικός-ή-ό attitudinal
Συμπεριφορικός-ή-ό attitudinal
συμπεριφορισμός (ο) behaviourism
Συμπεριφορισμός (ο), Μπιχεβιορισμός (ο) behaviourism
συμπεριφοριστικός,-ή,-ό behaviourist
συμπεριφοριστική ψυχολογία (η) behaviourist psychology
συμπεριφοριστική θεωρία (η) behaviourist theory
συμπίεση (η) companding
συμπίεση compression
συμπίεση δεδομένων data compression