ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συμβολισμός με γωνιώδεις αγκύλες (ο) angled brackets notation
συμβολισμός (o) notation (al)
συμβολισμού (του) notational
συμβολιστικός,-ή,-ό notational
συμβολική σημασία (η) significative meaning
συμβολικό πεδίο της γλώσσας (το) symbol field of language
Συμβολικός-ή-ό symbolic
Συμβολικός-ή-ό symbolic
συμβολική συνάθροιση (η) symbolic assembly
συμβολική μονάδα (η) symbolic unit