ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σύμβαση (η) accidence
σύμβαση (η) convention
συμβατικά conventional
συμβατικό υπονόημα conventional implicature
συμβατική αντιστοίχιση (η) conventional mappings
συμβατικό σημείο conventional sign
συμβάσεις εκδοτικού οίκου (οι) house style
σύμβαση συμβολισμού (η) notational convention
σύμβαση της αποκοπής του δένδρου (η) tree-pruning convention
σύμβαση του Χ-τονούμενου X-bar convention