ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγχρονικό δείγμα (το) | cross-sectional |
συγχρονικός,-ή,-ό | fusional |
Σύγχρονο Τεστ Γλωσσικής Έφεσης (το) | MLAT |
σύγχρονος,-η,-ο | modern |
συγχρονικός,-ή,-ό | synchronic |
συγχρονικό κόρπους (το) | synchronic corpus |
συγχρονικά λεξικά | synchronic dictionaries |
συγχρονική γλωσσολογία | synchronic linguistics |
συγχρονικότητα (η) | synchronicity |
συγχρονία (η) | synchrony |