ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συγχρονικό δείγμα (το) cross-sectional
συγχρονικός,-ή,-ό fusional
Σύγχρονο Τεστ Γλωσσικής Έφεσης (το) MLAT
σύγχρονος,-η,-ο modern
συγχρονικός,-ή,-ό synchronic
συγχρονικό κόρπους (το) synchronic corpus
συγχρονικά λεξικά synchronic dictionaries
συγχρονική γλωσσολογία synchronic linguistics
συγχρονικότητα (η) synchronicity
συγχρονία (η) synchrony