ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Συγκρούομαι, Σύγκρουση (η) | clash, clashing |
σύγκρουση (η) | clashing |
συγκριτικός,-ή,-ό | comparative |
Συγκριτικός-ή-ό, Αντιπαραθετικός-ή-ό | comparative |
συγκριτικός τύπος (ο) | comparative form |
σύγχρονη χρήση (η) | contemporary usage |
σύγχρονη χρήση (η) | currency |
σύγκρουση δυναμικών τόνων (η) | stress clash |
σύγκρουση δυναμικών τόνων (η) | stress clash |
συγχρονία | synchronic |