ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συγκρούομαι, Σύγκρουση (η) clash, clashing
σύγκρουση (η) clashing
συγκριτικός,-ή,-ό comparative
Συγκριτικός-ή-ό, Αντιπαραθετικός-ή-ό comparative
συγκριτικός τύπος (ο) comparative form
σύγχρονη χρήση (η) contemporary usage
σύγχρονη χρήση (η) currency
σύγκρουση δυναμικών τόνων (η) stress clash
σύγκρουση δυναμικών τόνων (η) stress clash
συγχρονία synchronic