ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγκεχυμένη λέξη | confusable word |
συγκεχυμένη λέξη (η) | confusing words |
Συγκέντρωση (η) | constellation |
συγκλίνω | converge |
συγκλίνω | converge |
συγκλίνων,-ουσα,-ον | convergent |
συγκερασμός | convolution |
συγκινησιακός-ή-ό | emotive |
συγκινησιακή σημασία (η) | emotive meaning |
συγκινησιακή σημασία (η) | emotive meaning |