ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συγκεχυμένη λέξη confusable word
συγκεχυμένη λέξη (η) confusing words
Συγκέντρωση (η) constellation
συγκλίνω converge
συγκλίνω converge
συγκλίνων,-ουσα,-ον convergent
συγκερασμός convolution
συγκινησιακός-ή-ό emotive
συγκινησιακή σημασία (η) emotive meaning
συγκινησιακή σημασία (η) emotive meaning