ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συγκεκριμένος-η-ο concrete
συγκεκριμένο ουσιαστικό (το) concrete noun
Συγκέντρωση (η) constellation
συγκεκριμενοποίηση (η) instantiation
συγκεκριμένος-η-ο για κάθε γλώσσα language-specific
Συγκεκριμένη οριστική (ΟΦ) (η) specific definite
συγκεκριμένος-η-ο οριστικός-ή-ό specific definite
συγκεκριμένη γλωσσική διαταραχή specific language impairment (SLI)
συγκεκριμένη/εξειδικευμένη ερώτηση (η) specific question
συγκεκριμένη ερμηνεία/ανάγνωση (η) specific reading