ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγκεκριμένος-η-ο | concrete |
συγκεκριμένο ουσιαστικό (το) | concrete noun |
Συγκέντρωση (η) | constellation |
συγκεκριμενοποίηση (η) | instantiation |
συγκεκριμένος-η-ο για κάθε γλώσσα | language-specific |
Συγκεκριμένη οριστική (ΟΦ) (η) | specific definite |
συγκεκριμένος-η-ο οριστικός-ή-ό | specific definite |
συγκεκριμένη γλωσσική διαταραχή | specific language impairment (SLI) |
συγκεκριμένη/εξειδικευμένη ερώτηση (η) | specific question |
συγκεκριμένη ερμηνεία/ανάγνωση (η) | specific reading |