ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συγγένεια γλωσσών (η) | cognate of languages |
Στρογγύλωση των χειλιών (η) | Lip-rounding |
στρογγύλωση (η) | rounding |
Στρογγύλωση (η) | rounding |
Στωικοί | Stoics |
στρωματικός-ή-ό | stratal |
στρωματική φωνολογία (η) | stratal phonology |
στρωματικός,-ή,-ό | stratic |
στρώμα (το) | stratum |
στρώμα | stratum |