ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στόχος (ο), στοχέυω aim
στόχος (ο) goal
στόχοι της σύμφυρσης (οι) goals of blending
στόχευση spotting
στοχαστικός stochastic
στοχαστική γραμματική (η) stochastic grammar
στοχαστική φωνολογία (η) stochastic phonology
στοχαστική επισημείωση (η) stochastic tagging
στόχος (ο) target
στόχευση λέξεων word spotting