ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στόχος (ο), στοχέυω | aim |
στόχος (ο) | goal |
στόχοι της σύμφυρσης (οι) | goals of blending |
στόχευση | spotting |
στοχαστικός | stochastic |
στοχαστική γραμματική (η) | stochastic grammar |
στοχαστική φωνολογία (η) | stochastic phonology |
στοχαστική επισημείωση (η) | stochastic tagging |
στόχος (ο) | target |
στόχευση λέξεων | word spotting |