ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στοίχιση (η) | alignment |
στοματική κοιλότητα (η) | buccal cavity |
στοματική κοιλότητα (η) | cavita orale |
στοματική κοιλότητα (η) | center of the tongue |
στόμιο εισαγωγής (το) | inlet |
στόμα (το) | mouth |
στοματικός,-ή,-ό, | oral |
στοματική κοιλότητα (η) | oral cavity |
στοματικός φθόγγος (ο) | oral sound |
στοματικός κλειστός (ο) | oral stop |