ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στοίχιση (η) alignment
στοματική κοιλότητα (η) buccal cavity
στοματική κοιλότητα (η) cavita orale
στοματική κοιλότητα (η) center of the tongue
στόμιο εισαγωγής (το) inlet
στόμα (το) mouth
στοματικός,-ή,-ό, oral
στοματική κοιλότητα (η) oral cavity
στοματικός φθόγγος (ο) oral sound
στοματικός κλειστός (ο) oral stop