ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| στερητικό άλφα (το) | alpha privativum |
| στερνικός παλμός (ο) | chest pulse |
| στερητικός,-ή,-ό | privative |
| στερητικό επίθετο (το) | privative adjective |
| στερητικά αντώνυμα (τα) | privative antonyms |
| στερητικό χαρακτηριστικό (το) | privative feature |
| στερητική αντίθεση (η) | privative opposition |
| στερητικότητα (η) | privativity |
| στεφάνη (η) | rim |
| στερεότυπο (το) | stereotype |