ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στερητικό άλφα (το) alpha privativum
στερνικός παλμός (ο) chest pulse
στερητικός,-ή,-ό privative
στερητικό επίθετο (το) privative adjective
στερητικά αντώνυμα (τα) privative antonyms
στερητικό χαρακτηριστικό (το) privative feature
στερητική αντίθεση (η) privative opposition
στερητικότητα (η) privativity
στεφάνη (η) rim
στερεότυπο (το) stereotype