ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στερεότυπη έκφραση (η) | cliché |
στενωμένος,-η,-ο | constricted |
στενώμενη γλωττίδα (η) | constricted glottis |
στένωση (η) | constriction |
στενωτικός-ή-ό | constrictive |
στένωση (η) | narrowing |
Στερεοτυπικός-ή-ό | stereotypical |
στένωμα (το) | stricture |
στενωτικός τριβόμενος (ο) | strident |
Στενωτικός τριβόμενος (ο), Συριστικός-ή-ό | strident |