ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στατικοποίηση stabilization
στατικός,-ή,-ό static
στατικός-ή-ό static
στατικό κόρπους (το) static corpus
στατικό stationary
στατιστική γλωσσολογία (η) statistical linguistics
στατιστικές μέθοδοι statistical methods
στατιστικά καθολικά statistical universals
στατιστικές καθολικές αρχές statistical universals
στατικός stative (stat, STAT)