ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στατικοποίηση | stabilization |
στατικός,-ή,-ό | static |
στατικός-ή-ό | static |
στατικό κόρπους (το) | static corpus |
στατικό | stationary |
στατιστική γλωσσολογία (η) | statistical linguistics |
στατιστικές μέθοδοι | statistical methods |
στατιστικά καθολικά | statistical universals |
στατιστικές καθολικές αρχές | statistical universals |
στατικός | stative (stat, STAT) |