ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
στάση (η) | attitude |
στάση του ομιλητή (η) | attitude of speaker |
στάση (η) | hold |
Στάση (η), αναλλοίωτη διατήρηση (η) | hold |
στάση (η) | holding |
Στάση (η) | holding |
στάση (η) | location |
Στάσεις (οι) | postures |
στατικά ρήματα | stative verb / state verbs |
σταθμός εργασίας (ο) | work station |