ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
στάση (η) attitude
στάση του ομιλητή (η) attitude of speaker
στάση (η) hold
Στάση (η), αναλλοίωτη διατήρηση (η) hold
στάση (η) holding
Στάση (η) holding
στάση (η) location
Στάσεις (οι) postures
στατικά ρήματα stative verb / state verbs
σταθμός εργασίας (ο) work station