ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σταθερότητα κατά την άρνηση | constancy under negation |
σταθερός,-ή,-ό | constant |
σταθερός,-ή,-ό | fixed |
Σταθερός-ή-ό | fixed |
σταθερός τόνος | fixed accent |
σταθερός τονισμός (ο) | fixed stress |
σταθερός τόνος (ο) | level accent |
σταθερότητα (η) | stability |
σταθμισμένο τεστ (το) | standardized test |
στάθμιση | weighting |