ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σκάκι (το) | chess |
Σκανδιναβική (η) (γλώσσα) | Nordic |
Σκανδιναβική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) | Nordisk Forening for Leksikografi |
Σκανδιναβική (η) (γλώσσα) | Scandinavian |
σιωπηλή περίοδος | silent period |
σιωπηλός συναμικός τόνος (ο) | silent stress |
σκελετικό επίπεδο | skeletal tier |
σκελετικός άξονας | skeletal tier |
σιωπηρός,-ή,-ό | tacit |
σιωπηρή γνώση | tacit knowledge |