ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σκάκι (το) chess
Σκανδιναβική (η) (γλώσσα) Nordic
Σκανδιναβική Εταιρεία Λεξικογραφίας (η) Nordisk Forening for Leksikografi
Σκανδιναβική (η) (γλώσσα) Scandinavian
σιωπηλή περίοδος silent period
σιωπηλός συναμικός τόνος (ο) silent stress
σκελετικό επίπεδο skeletal tier
σκελετικός άξονας skeletal tier
σιωπηρός,-ή,-ό tacit
σιωπηρή γνώση tacit knowledge