ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σημειωμένος-η-ο με αστερικο asterisked
σημειωμένος με αστερίσκο τύπος (ο) asterisked form
σημειωματάριο (το) calepin(e)
σημείωση στο τέλος του λήμματος (η) end-of-entry note
σημείωση (η) note
σημειωτική (η) semeiotics
σημείωση (η) semiosis
σημειολογικός-ή-ό semiotic
σημειωτική (η) semiotics
σημείωση χρήσης (η) usage note