ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σημειωμένος-η-ο με αστερικο | asterisked |
σημειωμένος με αστερίσκο τύπος (ο) | asterisked form |
σημειωματάριο (το) | calepin(e) |
σημείωση στο τέλος του λήμματος (η) | end-of-entry note |
σημείωση (η) | note |
σημειωτική (η) | semeiotics |
σημείωση (η) | semiosis |
σημειολογικός-ή-ό | semiotic |
σημειωτική (η) | semiotics |
σημείωση χρήσης (η) | usage note |