ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σημασιολογικο συστατικο semantic component
σημασιολογικό λεξικό (το) semantic dictionary
σημασιολογικό πεδίο (το) semantic domain
σημασιολογικό πλαίσιο (το) semantic frame
σημασιολογικό επίπεδο semantic level
σημασιολογικό σημάδι semantic marker
σημασιολογικό παράδοξο (το) semantic paradox
σημασιολογικό πρότυπο (το) semantic prototype
σημασιολογικό σύνολο (το) semantic set
σημασιολογικό λεξικό semasiological dictionary