ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| σχησμοειδής,-ής,-ές | flat |
| σχηματισμός ορολογίων (ο) | formation of terminologies |
| σχηματιστικό στοιχείο (το) | formative |
| σχηματισμός νέας διαλέκτου (ο) | new-dialect formation |
| σχηματοποίηση-μορφοποίηση θορύβου (η) | noise shaping |
| σχηματισμός πληθυντικού (ο) | plural formation |
| σχηματοποίηση (η) | schematisation |
| σχολαστικοί γραμματικοί | scholastic grammarians |
| σχισμοειδής-ής-ές | slit |
| σχηματοποίηση φθόγγων | sound patterning |