ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σχετικός,-ή,-ό με το δράστη agentive
σχήμα ασύνδετο (το) asyndeton
σχετικός,-ή,-ό / μη-αμιγής, -ές impure
σχήμα διαδρομής (το) path schema
σχήμα (το) pattern
σχετικότητα (η) relativity
Σχετικότητα relativity
σχετικοτητα/ντετερμινισμός relativity/determinism
σχετικότητα relativity/determinism
σχετιστής (ο) relator