ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
σχετίζομαι σειριακά | Be serially related |
σχετική με λανθασμένο τρόπο μετοχή (η) | misrelated principle |
σχεσιακός-ή-ό | relational |
σχετική ισοδυναμία (η) | relative equivalence |
σχετική έξαρση | relative prominence |
σχετική καθολική αρχή | relative universal |
σχετικά καθολικά | relative universals |
σχετικές καθολικές αρχές | relative universals |
σχετική UTAH (η) | relative UTAH |
σχετικά/συγκατηγορηματικά επίθετα | relative/syncategorematic adjectives |