ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
σχεδιακός,-ή,-ό design
σχεδιασμός (ο) design
σχάση (η) fission
σχεδιασμός γλωσσικού προγράμματος (ο) language programme design
σφύρα (η) malleus
σχεδιασμένη γλώσσα (η), τεχνητή/κατασκευασμένη γλώσσα (η) planned language
σχεδιασμός (ο) planning
Σχεδιασμός (ο), προγραμματισμός (ο) planning
σχεδιασμός διδακτέας ύλης/αναλυτικού προγράμματος (ο) syllabus design
σφυριχτή ομιλία (η) whistle(d)-speech