ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συσχετιστικό στάδιο (το) | associative stage |
συσχετιστική κρίση (η) | relation judgment |
συσχετιστικό επίθετο (το) | relational adjective |
Συσχετιστική έκφραση (η) | relational expression |
Συσχετιστική έκφραση (η) | relational expression |
συσχετιστική ιεραρχία (η) | relational hierarchy |
συσχετιστική κατηγόρηση (η) | relational predication |
συσχετιστική δομή (η) | relational structure |
συσχετιστική τυπολογία (η) | relational typology |
συσχετιστικό ρήμα (το) | relational verb |