ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συσχετιστικό στάδιο (το) associative stage
συσχετιστική κρίση (η) relation judgment
συσχετιστικό επίθετο (το) relational adjective
Συσχετιστική έκφραση (η) relational expression
Συσχετιστική έκφραση (η) relational expression
συσχετιστική ιεραρχία (η) relational hierarchy
συσχετιστική κατηγόρηση (η) relational predication
συσχετιστική δομή (η) relational structure
συσχετιστική τυπολογία (η) relational typology
συσχετιστικό ρήμα (το) relational verb