ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συσσωρευτική μορφική εκπροσώπηση (η) cumulative exponence
συσσωρευτική συνωνυμία (η) (λεξικό συνωνύμων) cumulative synonymy
συσσωρευτικός θησαυρός (ο) cumulative thesaurus
συσκευή (η) device
συρμός κρουστικών παλμών (ο) impulse train
συριστικότητα sibilance
συριστικός-ή-ό sibilant
συριστικότητα (η) stridency
συριστικός (ο) strident
συρραφή κυματομορφών wave form concatenation