ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συνυπώνυμο (το) co-hyponym
συνωμοσία (η) conspiracy
συνωμοτώ conspire
συνωνυμία εξαρτώμενη από τα συμφραζόμενα context-dependent synonymy
συνύπαρξη (η) co-occurence
συντονιστικός-ή-ό co-ordinate
συνωνυμικός ορισμός (ο) synonymic definition
συνωνυμικός-ή-ό synonymous
συνώνυμη λέξη synonymous word
συνωνυμία (η) synonymy