ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
Συντετμημένη πρόταση (η) abbreviated clause
συντόμευση (η), συντομογραφία (η), βραχυγραφία (η), σύντμηση (η) abbreviation
συντομευτικός-ή-ό, συντομογραφικός-ή-ό, συντομογραφημένος-η-ο abbreviatory
συντμημένος λόγος (ο) block language
συντήρηση αρχείου file maintenance
συντελικός χρόνος των "καυτών" νέων (ο) hot news perfect
συντελεστική (ορο)εξάρτηση (η) operant conditioning
συντελικός χρόνος (ο) perfect tense
συντομευμένα διπλοσύνθετα (τα) portmanteau words / telescope words
συντετμημένος ορισμός (ο) truncated definition