ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Συντετμημένη πρόταση (η) | abbreviated clause |
συντόμευση (η), συντομογραφία (η), βραχυγραφία (η), σύντμηση (η) | abbreviation |
συντομευτικός-ή-ό, συντομογραφικός-ή-ό, συντομογραφημένος-η-ο | abbreviatory |
συντμημένος λόγος (ο) | block language |
συντήρηση αρχείου | file maintenance |
συντελικός χρόνος των "καυτών" νέων (ο) | hot news perfect |
συντελεστική (ορο)εξάρτηση (η) | operant conditioning |
συντελικός χρόνος (ο) | perfect tense |
συντομευμένα διπλοσύνθετα (τα) | portmanteau words / telescope words |
συντετμημένος ορισμός (ο) | truncated definition |