ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| συντελεσμένος μέλλοντας (o) | future perfect |
| συντελεσμένος μέλλοντας (o) | future perfect tense |
| συντελεσμένος παρελθοντικός (ο) | past perfect |
| συντελεσμένος,-η,-ο | perfect |
| Συντελεσμένος-η-ο, τετελεσμένος-η-ο | perfect (perf, PERF, PF) |
| συντελεσμένο απαρέμφατο (το) | perfect infinitive |
| συντελεσμένη μετοχή (η) | perfect participle |
| συντελεσμένη εξακολουθητική παθητική (η) | perfect progressive passive |
| συντελεσμένος χρόνος (ο) | perfect tense |
| συντάσσω κείμενο | prepare a text |