ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συντελεσμένος μέλλοντας (o) future perfect
συντελεσμένος μέλλοντας (o) future perfect tense
συντελεσμένος παρελθοντικός (ο) past perfect
συντελεσμένος,-η,-ο perfect
Συντελεσμένος-η-ο, τετελεσμένος-η-ο perfect (perf, PERF, PF)
συντελεσμένο απαρέμφατο (το) perfect infinitive
συντελεσμένη μετοχή (η) perfect participle
συντελεσμένη εξακολουθητική παθητική (η) perfect progressive passive
συντελεσμένος χρόνος (ο) perfect tense
συντάσσω κείμενο prepare a text