ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1717 results
Greek Term English Term
συντακτική προσφυματοποίηση (η) syntactic affixation
συντακτικό αμάλγαμα syntactic blend
συντακτικό γνώρισμα syntactic feature
συντακτική υπόθεση (η) syntactic hypothesis
συντακτική πληροφορία (η) syntactic information
συντακτικό επίπεδο syntactic level
συντακτική φράση syntactic phrase
συντακτική σχέση (η) syntactic relation
συντακτικό (το) syntactics
Συντακτικό (το), συντακτικός περιορισμός (ο) syntactics