ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
συντάκτης (ο) | compiler |
συντάκτης λεξικού | dictionary compiler |
συντάκτης λεξικού | dictionary maker |
συντακτικά καθολική αμφισημία (η) | global ambiguity |
συντακτική ανάλυση (η) | parse |
συντακτική ανάλυση (η) | parsing |
Συντακτική ανάλυση (η) συντακτικός αναλυτής (ο) | parsing, parse, parser |
συντακτική ανάλυση | syntactic analysis (parsing) |
συντακτική αλλαγή | syntactic change |
συντακτικές σχέσεις | syntactic relationships |